ἀπορηματικός — expressive of doubt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει απορία: Οι σύνδεσμοι οι οποίοι φανερώνουν απορία αυτού που μιλά (άραγε, μήπως, τάχατες κτλ.) λέγονται απορηματικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορηματικά — ἀπορηματικός expressive of doubt neut nom/voc/acc pl ἀπορηματικά̱ , ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc/acc dual ἀπορηματικά̱ , ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῶν — ἀπορηματικός expressive of doubt fem gen pl ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικόν — ἀπορηματικός expressive of doubt masc acc sg ἀπορηματικός expressive of doubt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικοί — ἀπορηματικός expressive of doubt masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικοῦ — ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματική — ἀπορηματικός expressive of doubt fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῶς — ἀπορηματικός expressive of doubt adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορηματικῷ — ἀπορηματικός expressive of doubt masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)